- συνεκλύονται
- συνεκλύομαιpres ind mp 3rd pl (epic)συνεκλύ̱ονται , συνεκλύομαιpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκλύω — Α 1. χαλαρώνω, εξασθενίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. μέσ. συνεκλύομαι α) γραμμ. (για γλώσσα) χάνω το κύρος και την πειθώ μου, χαλαρώνω β) ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι συγχρόνως («αἱ διὰ τοῡ θανάτου τῶν σωμάτων ἐκλυθεῑσαι ψυχαὶ καὶ τῶν κατὰ τὸν βίον … Dictionary of Greek